Του καραβιού η ξέρα
Εκεί στου Αρχαγγέλου την μπούκα, από την πάνω πλευρά, βούλιαξε η σκούνα του καπετάν Αντώνη. Περάσανε χρόνια πολλά... τόσα, που αχνά θυμάται η κυρά Γεωργία την ιστορία αυτήν που είχε ακούσει από την γιαγιά της, την κυρά Ρηνιώ. Αυτές τις ιστορίες ξεδίπλωναν τα βράδια οι παππούδες γύρω από τον σοφρά, λίγο πριν πάνε τα μικρά παιδιά για ύπνο.
«Τον καιρό εκείνο ήταν ένα μεγάλο καΐκι με δυο κατάρτια, γιομάτο με πραμάτειες ,γιομάτο με υφάσματα! Αυτό το καΐκι πρέπει κατέβαινε από την θάλασσα του Μαρμαρά. Το πλήρωμα και ο καπετάνιος του ήταν Έλληνες χριστιανοί! Έμποροι και ναυτικοί συνάμα, που ήξεραν την θάλασσα σαν την απαλάμη τους! Κρατούσαν πάντα την Ανατολική ρότα, την ρότα του εμπορίου και έπλεαν μεταξύ των νησιών μας και τα παράλια της αλύτρωτης Μικρασίας! Όλοι αυτοί οι έμποροι περνούσαν από το νησί για να πουλήσουν την πραμάτεια τους! Τα μάτια τους σπινθηροβολούσαν μέχρι να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα του πάρε – δώσε με τους νησιώτες!
Ήταν μια κρύα σκοτεινή χειμωνιάτικη βραδιά και ο καιρός λυσσομανούσε! Το δικάταρτο καΐκι έτριζε σε κάθε κύμα που κτύπαγε αλύπητα τα μάγουλα του. Ο καπετάνιος, προσπάθησε να βάλει την σκούνα στην ήρεμη ρότα της δυτικής πλευράς του νησιού και πέρασε ανοιχτά της Λέρου, λίγο πιο πάνω από τα νερά του Αρχαγγέλου. Πίστευε ότι είχε προσπεράσει την μοναδική ξέρα που ήταν στην πορεία του, μέχρι που έγινε το μοιραίο! Η ηλικιωμένη σκούνα δεν άντεξε στην ελαφριά πρόσκρουση, ένα μαδέρι ξεκόλλησε και η θάλασσα όρμησε στο εσωτερικό της βρέχοντας και καταστρέφοντας το βιος των ταλαιπωρημένων ναυτικών! Η άγρια σκοτεινή νύχτα, άφησε την θέση της στην ηλιόλουστη και ήρεμη η μέρα.
Η γιαγιά Ειρήνη, παιδί τότε, ζούσε με την οικογένειά της στον Αρχάγγελο. Την έστελνε ο παππούς της κάθε πρωί να μεταδέσει τα ζώα στην κορυφή του λόφου! Εκείνη την ημέρα, σαν ανέβηκε στον λόφο, είδε το καΐκι μισοβουλιαγμένο εκεί απέναντι στην Ρινιά. Η μικρή τότε Ειρήνη έτρεξε να πει τα μαντάτα στον παππού της. Ευθύς μόλις το άκουσε ο γέρο Μπούρος με την πράσινη βάρκα, πήγε πρώτος για να βοηθήσει.
Όμως μάταια… το καΐκι είχε βουλιάξει και το πλήρωμα ήταν άφαντο. Δεν έχασε ώρα ο γερο-Μπούρος και φόρτωσε την βάρκα μέχρι επάνω με βρεμένα πολύχρωμα τόπια ύφασμα! Τότε υπήρχε φτώχεια, πείνα δεν είναι όπως σήμερα τα πράγματα μου λέει η κυρα-Γεωργία.
Πρέπει να ήταν μεταξωτά που γυάλιζαν, αστραφτοκοπούσαν και τα φέρνανε από τα βάθη της Ανατολής, έτσι μας λέγανε τότες! Και μέσα σε όλα τα άλλα υπήρχε και η εικόνα της Παναγίας, παλιά και αυτή και πρέπει να βρίσκετε στα χέρια της ανιψιάς μου! Αυτά θυμάμαι για του καραβιού την ξέρα! Αυτά ξέρω, αυτά σου λέω.»
Έτσι και εγώ, αφού ήπια τον καφέ μου, ευχαρίστησα την κυρα-Γεωργία υποσχόμενος να μεταφέρω ό,τι μου είπε σε όλους εσάς! Από την καλοσυνάτη κυρα-Γεωργία λοιπόν, εσείς και εγώ μάθαμε τον λόγο που αυτή η ξέρα ονομάστηκε προφανώς «του καραβιού η ξέρα»! Αυτά μου είπαν και άλλοι άνθρωποι της εποχής εκείνης που είχαν ακούσει γι’ αυτή την ιστορία!
#AtheatiLeros #ΑθέατηΛέρος #Λέρος #Λερος #Greece #Leros #LerosHistory #Hellas #Ελλάς #Ελλάδα
Λάβετε τις επόμενες αναρτήσεις στο email σας κάνοντας εγγραφή
Τα άρθρα στο παρόν ιστολόγιο, έχουν συγγραφεί και δημοσιευθεί στο facebook σε προγενέστερο χρόνο.